Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Σαχαλίνη η

См. также в других словарях:

  • Σαχαλίνη — (Καραφούτου ιαπωνικά). Νησί στη Ρωσική Δημοκρατία, το έδαφος του οποίου αποτελεί την ομώνυμη επαρχία (87.100 τ. χλμ., 700.000 κάτ.) με πρωτεύουσα τη Γιούζνο Σαχαλίνσκ (137.000 κάτ.). Χωρίζεται από την ξηρά, προς τα Δ από το Στενό της Ταρταρίας… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Λα Περούζ, Ζαν Φρανσουά ντε Γκαλόπ, κόμης του- — (Jean François de Galaup Comte de La Pérouse, 1741; – 1788). Γάλλος εξερευνητής. Αφού υπηρέτησε στο γαλλικό ναυτικό επί 29 χρόνια, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ του ανέθεσε την εξερεύνηση των άγνωστων, την εποχή εκείνη, περιοχών του Ειρηνικού ωκεανού. Για… …   Dictionary of Greek

  • Σιβηρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1926. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,9 από τον Ήλιο. II (Σιμπίρ ρωσικά). Περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • οχοτσκικός — ή, ό φρ. «Οχοτσκική Θάλασσα» βορειοδυτικός βραχίονας τού Ειρηνικού Ωκεανού που περικλείεται από τις ακτές τής βορειοανατολικής Σιβηρίας, από τη Χερσόνησο Καμτσάτκα, τις Νήσους Κουρίλες, από την Ιαπωνική νήσο Χοκάιντο και από τη σοβιετική νήσο… …   Dictionary of Greek

  • Αϊνού — Φυλή περίπου 20.000 ατόμων, που κατοικούν στα νησιά Χοκάιντο, Σαχαλίνη και Κουρίλες. Φυλετικά ανήκουν στους ευρωπίδες, δεν έχουν την πτυχή στα βλέφαρα, χαρακτηριστικό γνώρισμα της κίτρινης φυλής και έχουν έθιμα αρκετά πρωτόγονα, όταν συγκρίνονται …   Dictionary of Greek

  • Αμούρ — Ποταμός (4.416 χλμ.) της ανατολικής Ασίας, με λεκάνη απορροής 1.855.000 τ. χλμ. (μαζί με τον ποταμό Κερουλέν που τον τροφοδοτεί στις πηγές του). Σχηματίζεται στα σύνορα μεταξύ βορειοανατολικής Κίνας και άπω ανατολικής Ρωσίας και προς την ανοδική… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • Ιτουρούπ — Νησί (6.725 τ. χλμ.) των Κουριλών, που ανήκουν διοικητικά στη Σαχαλίνη της Ρωσίας. Βρίσκεται στο νοτιότερο τμήμα της αλυσίδας των Κουριλών νήσων και είναι το μεγαλύτερο του συμπλέγματος. Το έδαφός του σχηματίζει ηφαιστειακούς ορεινούς όγκους και… …   Dictionary of Greek

  • Νιεβιελσκόι, Γεννάδιος Ιβάνοβιτς — (G. Ivanovich Nevelskoy, 1813 – 1876). Ρώσος ναύαρχος και εξερευνητής. Στο χρονικό διάστημα 1848 49, με το φορτηγό πλοίο Μπαϊκάλ, πέτυχε, ξεκινώντας από την Κροστάνδη, να φτάσει στο Πετροπαυλόβσκ της Καμτσάτκας. Στα 1849 55 διηύθυνε τις έρευνες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»